- λέχριος
- λέχριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.)2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ-ρ-ιος < λεκ-σ-ρ-ιος (πρβλ. λάχ-νη < *λακ-σνᾱ) συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησύχ. λέκρος και λικροίοι όζοι τών ελαφείων κεράτων, πιθ. με λίγξ πλάγιοςκαμπτήρπλάγιονή σχιστήρια (Ησύχ.) και με το λοξός. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *(e)leq- «κάμπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.